- Μελίττας
- Μελίσσᾱς , Μέλισσαmadhu-lih-fem acc plΜελίσσᾱς , Μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (doric aeolic)Μελίσσᾱς , Μελίσσευςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίττας — μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl (attic) μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (attic doric aeolic) μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem acc pl μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιττας — μέλισσας , μελίζω dismember aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek
προαπελαύνω — Μ διώχνω εκ τών προτέρων («καπνῷ προαπελαύνειν τὰς μελίττας», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπελαύνω «εκτοπίζω, εξορίζω»] … Dictionary of Greek